- συνωνυμία
- Πολύ στενή ομοιότητα στη σημασία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λέξεις που ανήκουν στην ίδια γλώσσα. Αν και στην καθημερινή ομιλία συνήθως δε λαμβάνονται πολύ υπόψη οι ελαφρές διαφορές στη σημασία ανάμεσα στις συνώνυμες λέξεις, το αντίθετο συμβαίνει στα λογοτεχνικά κείμενα. Ο Αριστοτέλης στη Ρητορική του γράφει ότι «οι συνωνυμίες είναι χρήσιμες στους ποιητές», εννοώντας ότι μεγάλο μέρος της ποίησης στηρίζεται στην εκλογή που κάνει κάθε τόσο ο ποιητής ανάμεσα σε λέξεις που έχουν την ίδια σχεδόν σημασία. Συνωνυμία συνηθίζεται επίσης να λέγεται το ρητορικό σχήμα που εκφράζει μία ιδέα, όχι με μία λέξη αλλά με μία σειρά από λέξεις που συνδέονται μεταξύ τους και που έχουν όλες περίπου την ίδια αξία. Π.χ. «αυτός που φεύγει, που δεν κάθεται, αυτός που γκρεμίζεται, που πέφτει, που έγινε κιόλας στάχτη, που δεν είναι πια τίποτα».
* * *η, ΝΜΑ [συνώνυμος]1. η ιδιότητα τού συνώνυμου, ταυτότητα ή ομοιότητα τού ονόματος2. (ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο παρατίθενται αλλεπάλληλα πολλές λέξεις οι οποίες διαφέρουν ως προς μερικούς δυσδιάκριτους χαρακτήρες, έχουν όμως την ίδια σχεδόν σημασία, όπως λ.χ. στον στίχο τού Ευριπίδου: λάβετε φέρετε πέμπετ' ἀείρετέ μου... χειρόςνεοελλ.1. γλωσσ. η σύμπτωση τών σημασιών δύο ή περισσότερων λέξεων2. φρ. «απλή συνωνυμία» — λέγεται στην περίπτωση που δύο άνθρωποι έχουν το ίδιο επώνυμο χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους συγγενική σχέσηαρχ.ομοιότητα τής σημασίας μιας λέξης με μία άλλη («ἡ συνωνυμία τοῡ δῶμα [ενν. ὁ οἶκος]», Απολλ. Δύσκ.).
Dictionary of Greek. 2013.